- πλαστείον
- τὸ, Αδημιούργημα, κατασκευή, πλάσμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάσσω* (πρβλ. πλάστ-ης) + κατάλ. -εῖον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλάσσω — και πλάττω, ΝΜΑ, και πλάθω Ν 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔ β. «τὰ μέλη τοῡ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῑον ἐστι», Πλούτ.) 2. (κυρίως) κατεργάζομαι… … Dictionary of Greek